- κολεούχος
- οδερμάτινο εξάρτημα τής ιπποσκευής στο οποίο έδενε ο ιππέας με ιμάντες τον κολεό, τη θήκη τού ξίφους του.[ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός «θήκη ξίφους» + -ούχος (< έχω), πρβλ. κλειδ-ούχος, τιτλ-ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγόριο Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.